Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Γιώργος Νικολόπουλος - Επανάσταση

Κάθε μέρα χτυπούσες την πόρτα του μεγάλου πύργου και κανείς δε σου άνοιγε.
Κάθε μέρα σε ρώταγε ο φύλακας «Τι θέλεις;» κι’ εσύ αποκρινόσουν «Ήρθα να δω τους άρχοντες» κι’ εκείνος έλεγε «Κανείς δεν επιτρέπεται να δει τους άρχοντες» κι’ εσύ του απαντούσες «Κάποια μέρα, κάποια μέρα θα ξεσπάσει η επανάσταση και τότε αυτό το κάστρο θα γκρεμιστεί συθέμελα και οι άρχοντες που πίνουν το αίμα μας τόσα χρόνια θα πληρώσουν για όσα μας έκαναν» και ο φύλακας γέλαγε, και σε χτύπαγε φιλικά στην πλάτη και σούλεγε «Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα τα ξαναπούμε».

Χτες το βράδυ, αποκαμωμένος, κοιμήθηκες στα σκαλοπάτια του μεγάλου πύργου.
Το πρωί σηκώθηκες, τεντώθηκες, και χτύπησες την πόρτα.
«Τι θέλεις;» σε ρώτησε ο φύλακας κι’ εσύ «Ήρθα να δω τους άρχοντες» του αποκρίθηκες. «Δεν υπάρχουν άρχοντες» απάντησε ο φύλακας κι’ εσύ απορημένος «Τι εννοείς;» τον ρώτησες.
Ο φύλακας σε κοίταξε θλιμμένα. «Η επανάσταση έγινε χτες το βράδυ», είπε. «Την έχασες επειδή κοιμόσουν. Τώρα δεν υπάρχουν πια άρχοντες. Τώρα είμαστε όλοι ίσοι και ελεύθεροι».
«Τότε...μπορώ να μπω;» ρώτησες διστακτικά.
«Όχι», σου απάντησε. «Είμαι τώρα ο Φύλακας της Επανάστασης. Και η επανάσταση κινδυνεύει από κάτι ανθρώπους σαν εσένα».

Γιώργος Νικολόπουλος - Οι Στίχοι Στο Τέλος Της Ιστορίας


Οι στίχοι έχουν αυτιά.
Οι στίχοι έχουν γλώσσα και μάτια τυφλά που βλέπουν μόνο προς τα μέσα.
Μυρμήγκια γίνονται, κάτω από τα ρούχα σας.
Μύγες χοντρές, πετώντας πάνω απ’ το πτώμα της Ιστορίας.

Μυριάδες νεκροί θα βγουν από τους τάφους τους, όταν έρθει η Χάλκινη Εποχή.
Τότε είναι που θα έρθει, λίγο μετά από την Εποχή των Σπηλαίων.
Και οι νεκροί θα δείξουν το δρόμο στους ζωντανούς, με σημαίες και με λάβαρα και με ζουρνάδες, και όλοι μαζί θα πορευόμαστε, και θα τραγουδάμε και θα χορεύουμε στους δρόμους, πνιγμένοι μέσα στο αίμα, και δε θα μας νοιάζει αν είναι το αίμα το δικό μας ή του αδερφού ή του γείτονα γιατί τότε δε θα υπάρχουν πια σύνορα και όλοι θα είμαστε ένα.

Γιώργος Νικολόπουλος - Κοράκια


Άσπρα κοράκια
μαύρα κοράκια
κρα!
(κρα...)

Βαδίζοντας ασταμάτητα κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στη βροχή, στη χιονοθύελλα, οι σύντροφοι πέφτουν ένας ένας στις λάσπες, οβίδες σκάνε γύρω μας, πάνω μας, άνθρωποι χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς κεφάλι...

Τρέχουμε σαν τρελοί προς το απέναντι χαράκωμα, το απέναντι χαράκωμα είναι η ελπίδα, είναι η ζωή, είναι το φως, είναι η υπόσχεση για ένα ζεστό καλοκαιριάτικο απόγευμα με τη Μαρία, για ένα μικρούλικο ζευγάρι καλτσάκια, για το χαμόγελο στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της μητέρας...
Με την ξιφολόγχη να σκοτώσεις, να ζήσεις, να σκοτώσεις, να ζήσεις, να σκοτώσεις, να ζήσεις, μέχρι να... μέχρι να...

Άσπρα κοράκια
μαύρα κοράκια
κρα!
(κρα...)

Γιώργος Νικολόπουλος - Κλέφτες


«Υποπτεύομαι ότι μας κλέβουν», είπα. «Μας κλέβουν τις ζωές, μας κλέβουν τα όνειρα, μας κλέβουν όλα αυτά που μας ανήκουν».

«Χουμφ, χουμφ», απάντησε μέσα από τα δόντια του ο επιστάτης, στέλνοντας ένα δαχτυλίδι μαύρου καπνού ν’ ανέβει ψηλά στον ουρανό. «Κι’ εγώ κάθε βράδυ ακούω φωνές στην αποθήκη», συνέχισε τραβώντας τη μαύρη καλύπτρα και ξύνοντας το μοναδικό του μάτι, «μα όποτε ρωτήσω μου λένε πάντα πως δεν είναι Κανένας».

Γιώργος Νικολόπουλος - Τα τρένα


Περιμένοντας τα τρένα που έφυγαν...
Τα τρένα που έφυγαν...
Τα τρένα που έφυγαν...

Κάθε φορά, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, ο επιβάτης θα σηκώσει το δεξί του χέρι, θα πιαστεί από τη χειρολαβή, θα ανασηκωθεί όρθιος, θα κοιτάξει έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα πάρει μια βαθιά ανάσα, θα νιώσει τη μυρωδιά των παιδικών του χρόνων, και τότε, και τότε...

Τη νύχτα πάντα περνάνε τα τρένα που έχασες. Εκείνα τα τρένα που περνάνε μόνο πολύ αργά, ή πολύ νωρίς, ή τη στιγμή ακριβώς που δεν τα περιμένεις.

Γιώργος Νικολόπουλος - Σαν Πέφτει Το Δείλι


Κρυφά σταματάμε σαν πέφτει το δείλι,
οκνοί στρατοκόποι στη μέση του δρόμου.
Στεκόμαστ’ εδώ, με σφιγμένα τα χείλη,
εκπρόσωποι σάπιοι ασήμαντου νόμου.

Οκνοί στρατοκόποι, στη μέση του δρόμου...
Κι’ οι άλλοι περνούν με γερμένο κεφάλι
(εκπρόσωποι - σάπιοι - ασήμαντου νόμου)˙
μα είμαστε ίδιοι κι’ εμείς και οι άλλοι.

Κι’ οι άλλοι περνούν με γερμένο κεφάλι,
διαβάτες σκυφτοί σε στρυφνό μονοπάτι -
μα είμαστε ίδιοι κι’ εμείς και οι άλλοι:
χαμένες ψυχές σ’ αχυρένιο παλάτι.

Διαβάτες σκυφτοί, σε στρυφνό μονοπάτι,
και βήμα στο βήμα ένας ένας τραβάμε˙
χαμένες ψυχές, σ’ αχυρένιο παλάτι
που φοβόμαστε τόσο: γι’ αυτό προχωράμε.

Και βήμα στο βήμα ένας ένας τραβάμε
- άσωτοι γιοι της Μεγάλης Μητέρας -
που φοβόμαστε, τόσο, γι’ αυτό προχωράμε
τη δειλή μας πορεία στο φέγγος της μέρας.

Άσωτοι γιοι της Μεγάλης Μητέρας,
σκιαγμένοι απ’τα δώρα που η νύχτα θα στείλει,
τη δειλή μας πορεία στο φέγγος της μέρας,
κρυφά σταματάμε σαν πέφτει το δείλι...

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Τέλος του Παιχνιδιού


Έστησα με προσοχή όλα μου τα πιόνια.
Τοποθέτησα το βασιλιά, τη βασίλισσα, τους ευγενείς, τους αυλικούς.
Τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς, τους απλούς φαντάρους...
Έβαλα στην κατάλληλη θέση τα κανόνια, τις βόμβες και τις νάρκες.
Στάθηκα και τα κοίταξα: Ήταν όλα όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι.

«Η σειρά σου», είπα. «Τι περιμένεις;»

Με κοίταξες περίεργα. «Ποτέ δε μαθαίνεις από τα λάθη σου», είπες και σηκώθηκες από το τραπέζι θριαμβευτικά.

«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησα. «Τι έκανα πάλι λάθος;»

Χαμογέλασες και μου έδειξες ένα χοντρό βιβλίο. «Ξέχασες τους κανόνες του παιχνιδιού», είπες.

Άνοιξα με προσοχή το βιβλίο. Ήταν δερμάτινο, με χρυσά γράμματα, και φάνταζε πελώριο.
Το ξεφύλλισα. Εκατοντάδες σελίδες, όλες λευκές.
Και μόνο στην πρώτη σελίδα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα, έγραφε: «ΚΑΝΟΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ: ΕΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ».

Γιώργος Νικολόπουλος - Έχτισες το σπίτι σου...


Έχτισες το σπίτι σου γερό, από πέτρα.
Ήρθαν και σου το γκρέμισαν.

Έχτισες το σπίτι σου πρόχειρα, από λάσπη και κλαριά.
Το γκρέμισαν κι’ αυτό.

Έχτισες το σπίτι σου από ξύλο.
Ήρθαν και το έκαψαν.

Έχτισες σπίτια από τούβλα, από χώμα, από καραβόπανο, από άχυρα.
Μάταιος κόπος. Ότι και να έκανες, έρχονταν πάντα να γκρεμίσουν τα όνειρά σου.

Έμαθες πια.
Τώρα το σπίτι σου είναι χτισμένο μόνο από σάρκα και αίμα.
Κι’ όσες φορές κι’ αν σε διώξουν, το παίρνεις μαζί σου.

Γιώργος Νικολόπουλος - Ο πόλεμος


Ρήγας καρό.
Ντάμα σπαθί.
Άσσος κούπα.
Φάντης μπαστούνι.
Έφτιαξες ένα στρατό από τραπουλόχαρτα και τον έστρεψες προς το μέρος μου.

«Έλα να πολεμήσουμε», είπες.
Κόντεψα να βάλω τα γέλια. «Να πολεμήσουμε;» σε ρώτησα. «Με τραπουλόχαρτα;»
«Δεν έχει σημασία το μέσο», απάντησες, «μόνο το μήνυμα».
«Και ποιο είναι το μήνυμα;»
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος γίνεται μέσα μας».

Γιώργος Νικολόπουλος - Προκρούστης


Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Προκρούστη.
«Εγώ ταιριάζω ακριβώς», μου είπες. «Εσύ περισσεύεις».
«Και τι μ’ αυτό;», ρώτησα.
«Μήπως είναι καιρός να κόψουμε κάτι; Κάτι περιττό; Κάτι άχρηστο, ίσως;»
«Δεν έχω κάτι περιττό», απάντησα. «Μόνο τα πόδια και το κεφάλι μου».
«Τα πόδια, πιστεύεις, είναι απαραίτητα;»
«Και βέβαια, για να κινούμαι».
«Και γιατί να κινείσαι; Όλα όσα χρειάζεσαι, βρίσκονται εδώ».
«Δίκιο έχεις, αλλά δεν ξέρω...»
«Σε βλέπω λίγο διστακτικό. Μήπως να κόβαμε το κεφάλι, καλύτερα;»
«Α όχι, όχι! Το κεφάλι το χρειάζομαι για να σκέφτομαι».
Γέλασες. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι;» ρώτησες. «Αυτή είναι η ρίζα όλων των προβλημάτων σου».
Σε κοίταξα ανήσυχος. «Αλήθεια, ο Προκρούστης που βρίσκεται;» σε ρώτησα για να αλλάξω την κουβέντα.
«Ο Προκρούστης;» είπες. «Σκεφτόταν πολύ. Αλλά μην ανησυχείς. Τώρα πια είναι καλά».

Γιώργος Νικολόπουλος - Βράδυ Κυριακής


Έφτασε ξανά.
Βράδυ Κυριακής.
Βδομάδες διαδέχονται βδομάδες διαδέχονται βδομάδες.
Μήπως κάτι ξέχασα; Κάτι μου ξέφυγε; Μήπως έκανα κάποιο λάθος; Μήπως έκανα κάθε φορά το ίδιο λάθος, κάθε βράδυ Κυριακής;

Με κοίταξες με συμπόνια.
«Ένα μονάχα λάθος», μου εξήγησες. «Υπάρχει μόνο ΕΝΑ βράδυ Κυριακής. Μόνο μια Κυριακή. Έκανες ΕΝΑ λάθος. Ένα λάθος ήταν αρκετό».

Γιώργος Νικολόπουλος - Οι Άλλοι


«Και οι άλλοι;» ρώτησες. «Τι κάνουν οι άλλοι;»

«Οργώνουμε», σου απάντησαν. «Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι οργώνουμε. Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το τελευταίο πρωί».

Χαμογέλασες ικανοποιημένος.
«Προπαντός, να μην ξεχνάνε τη μυλόπετρα», μου είπες. «Αυτό να τους πεις. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα, δεν έχουν να φοβούνται τίποτε».
Σκέφτηκες για λίγο. «Ούτε κι’ εμείς», συμπλήρωσες. «Ούτε κι’ εμείς έχουμε να φοβόμαστε τίποτε. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα».

Γιώργος Νικολόπουλος - "Πλύνε τα δόντια σου", Είπες


«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες.
Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά.
Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα».

«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»

Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Μοιρολόι


Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω...

Από μακριά ξαπλώνεται, κυλά και τρεμοσβήνει
στην άκρη τ’ ουρανού.
Είν’ η αλήθεια μας καπνός, φωτιά και σκοτοδίνη
στο δαίδαλο του νου;

Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αρνηθείς, ποτέ να μη μου κρύψεις
εκείνο το παιδί
που ζει βαθειά μεσ’ στην καρδιά, και πέρα από τις τύψεις
καθάρια θα με δει.

Αν με προδώσεις θα χαθώ, για πάντα θα γυρίσω
στη μαύρη σκοτεινιά.
Κι’ όταν ακούσεις το λυγμό, να μην κοιτάξεις πίσω,
μον’ άνοιξε πανιά...

Γιώργος Νικολόπουλος - Αλίκη


Επιστροφή στη χώρα των θαυμάτων.
Χάρτινα φτερά στους ώμους.
«Μη φεύγεις, Αλίκη». Ή, μάλλον, όχι. «Μη γυρίσεις. Ποτέ μη γυρίσεις».
Βιώνοντας την αίσθηση της απώλειας.
Μικρές, μεγάλες χαρές.

Το ποτάμι πλαταίνει, πλησιάζοντας στις εκβολές του.
Ο καιρός της επιστροφής, μήπως...;
Ή ίσως, «Όχι, είναι ακόμη ανεπίτρεπτο»...
Προσομοιώνοντας τις στιγμές με... «στάχτες»;

Πολύ φοβάμαι πως η επιστροφή, τελικά, ματαιώνεται.
Το ποτάμι, καθώς λένε, δε γυρίζει πίσω.
... Στερεότυπα;

Γιώργος Νικολόπουλος - Αργώ να γείρω


Αργώ να γείρω.
Στις λασπωμένες όχθες.
Εκεί που κουρνιάζουν τ’ αγριοπερίστερα, σαν πέφτει η νύχτα.
Στις μουσκεμένες όχθες.
Ένα άλλο καλοκαίρι.
Το τελευταίο καλοκαίρι, πριν από...
Εκείνο το καλοκαίρι.

Αργώ να γείρω.
Κοιτάζω τη μορφή σου, στο στερέωμα.
Τα όνειρα πέφτουν πάνω μας σαν χρυσή βροχή, μας μουσκεύουν μέχρι το κόκαλο.
Φιλντισένια πουλιά διαλαλούν το μούχρωμα.
Τρελά πουλιά.
Στον ορίζοντα.
Τα κύματα πλησιάζουν, ορθώνονται μολυβένια.
Μέχρι τα σύννεφα.

Αργώ να γείρω.

Γιώργος Νικολόπουλος - Αέναες Αμμουδιές, Ολοένα


Αέναες αμμουδιές.
Αμμουδιές ξεχασμένες.
Η μνήμη του νερού ξεχειλίζει στην άμμο.
Κοιτάζοντας γύρω, ολοένα.
Το τραγούδι της σειρήνας μας θυμίζει τη νύχτα που έρχεται, τη μέρα που έφυγε.
Ολοένα και γλιστρούν, γλιστρούν γύρω μας.
Ολοένα και πάλι, το δίχως άλλο.

Θυμήσου το γιασεμί.
Το γιασεμί  στην άμμο;...
Είναι η αλήθεια του κόσμου, η αλήθεια μας;

Γερμένοι πλάι.
Πλάι στο κύμα.
Ολοένα.
Το δίχως άλλο.

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Νόημα της Ζωής


Σε είχα ρωτήσει «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».
Απάντηση δεν πήρα.
Υπομονετικά περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, καθισμένος στα σκαλοπάτια σου.
Κι’ όταν κάποια στιγμή, απελπισμένος, αποφάσισα να εκφράσω την – δικαιολογημένη – δυσφορία μου για την υπερβολική καθυστέρηση, χαμογέλασες.
«Μάταια περιμένεις απάντηση», μου εξήγησες. «Έχεις κάνει τη λάθος ερώτηση».

Γιώργος Νικολόπουλος - Στην Άκρη της Σκάλας


Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

και πάλι

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

ένα βήμα, δύο βήματα

και πάλι

ένα βήμα, δύο βήματα

Ίσως κάποτε τολμήσω ίσως τολμήσω ίσως κάποτε τολμήσω

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

Γιώργος Νικολόπουλος - Μαζί


Σκίζαμε τα κύματα
με φτερωτές, γυάλινες βάρκες
πάνω από την πικρή, πράσινη θάλασσα
πάνω από τα σύνορα της έρημης χώρας

Κι’ ήτανε τέτοια η γαλήνη του πρωινού
που νιώθαμε σαν αυτό να ήταν το τελευταίο ταξίδι
το πιο όμορφο ταξίδι
που κάναμε – ή θα κάναμε – στη ζωή μας

Και ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλό σου
και ένιωσα την ανάσα σου στα μαλλιά μου
και ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος
και ήταν σαν να μη φύγαμε ποτέ

Γιώργος Νικολόπουλος - Η Πίκρα του Γυρισμού


Ξένος στη χώρα που έζησες
Κι’ όταν κάποτε γύρισες στη χώρα που γεννήθηκες, πάλι ξένος
Τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόσουν
Όλα ψεύτικα, χάρτινα, αδειανά

Εκεί, και πάλι πίσω
Σκέφτηκα: καμιά φορά δεν ταξίδεψες πέρα από τα σύννεφα
Μα ποιο το όφελος; Κι’ εκεί ξένος θάσουν

Ίσως η πίκρα
Ίσως να ήταν η πίκρα
Ίσως, πάλι, μόνο, η πίκρα

Γιώργος Νικολόπουλος - Ο Ξένος (Θυμήσου Τα κρίνα)


Μια παλιά γέφυρα
το ποτήρι ραγίζει
ψάχνοντας μια διέξοδο

αλλά κοίτα τα κρίνα, κοίτα τα κρίνα

το φεγγάρι μόνο μας βλέπει
- χλωμό, ψυχρό φεγγάρι -
να κόβουμε τις φλέβες μας

Γιώργος Νικολόπουλος - Εις το όρος Αραράτ εκάθησα...


Κάτω απ’ την πέτρα δε μπορούσα να σε θυμηθώ
πάνω απ’ την πέτρα μαγεμένος σε αντίκρυσα
μέσα στην πέτρα ήταν το βλέμμα μου θολό
έξω απ’ την πέτρα ήπια και ξεδίψασα.
Η πέτρα σ’ έφαγε, η πέτρα σε τυλίγει
μικρέ, καημένε, κοντοπίθαρε Γεδεών.

Γιώργος Νικολόπουλος - Ο βασιλιάς Κλο


Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ φοράει τον πορφυρό του το μανδύα, το χρυσοκέντητο με τα χίλια πλουμίδια
τη χρυσαφένια του κορώνα στο κεφάλι, κρατάει το σκήπτρο του στο χέρι

Ο βασιλιάς Κλο μ’ ένα τριμμένο, ξεθωριασμένο πανωφόρι κι’ ένα βρώμικο σκούφο στα γκρίζα του μαλλιά

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
μέσα στα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δυο δάκρυα λάμπουν σα διαμάντια

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ τριγυρισμένος από δεκάδες αυλικούς του:
οι ευγενείς παραταγμένοι, κορδωμένοι και οι κυρίες των τιμών στις προσταγές του

Ο βασιλιάς Κλο μονάχος, στα χωράφια, οργώνει και τραγουδάει για τη γη του

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δεν έχουν πια κανένα να κοιτάξουν

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ λάμπει μεσ’ στη χρυσή του πανοπλία
στέλνει στη μάχη τους σιδερόφραχτους ιππότες, καβάλλα στ’ άλογα που χλιμιντρίζουν αγριεμένα, κι’ οι λεγεώνες από πίσω ακολουθάνε
Μάχες κερδισμένες, μάχες χαμένες: η ιστορία γράφεται με αίμα

Ο βασιλιάς Κλο κρατάει στο χέρι το ξύλινο στυλιάρι
μόνος του μάχεται να εμποδίσει τα κοράκια να καταστρέψουν τη σοδειά του
Μάχες κερδισμένες, μάχες χαμένες: για να θερίσεις δεν αρκεί να σπείρεις

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δεν κλείνουν πριν ο ήλιος βασιλέψει

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ κοιμάται μεσ’ στο κρύο μαυσωλείο: γύρω του είναι θαμμένα όλα τα πλούτη που αξίζουν στην αυτοκρατορική γενιά του
χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πετράδια, για να μπορεί να κοιμηθεί γαληνεμένος

Ο βασιλιάς Κλο γερμένος είναι δίπλα σε μια λεύκα, σ’ ένα λάκκο ρηχό παραχωμένος

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, έχουν για πάντα βασιλέψει

Η ιστορία, βασιλιά Κλο, δεν πρόκειται να γράψει τ’ όνομά σου
Κανένας, βασιλιά Κλο, κανένας δε θα μάθει τ’ όνομά σου
γιατί, βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες...

Όμως τα στάχια, βασιλιά Κλο, τ’ όνομά σου τραγουδούν όταν θροϊζουν
η γη που όργωνες, βασιλιά Κλο, ποτέ δε θα ξεχάσει το άγγιγμά σου
μέσα στης λεύκας σου, βασιλιά Κλο, τον κορμό το αίμα σου κυλάει

γιατί, βασιλιά Κλο, η μνήμη απαιτεί θυσίες...

Γιώργος Νικολόπουλος - Τέλος και Αρχή


Έχω καλά κλεισμένο στο μυαλό μου
ένα αρκούδι μοναχό, θλιμμένο
κρυφό σαν μυστικό του παραδείσου

Το μυστικό αρκούδι δεν χορεύει
ούτε γλεντά και σιγοτραγουδάει
στα μάτια ένα δάκρυ του αχνοπαίζει

Το μυστικό αρκούδι δεν κοιμάται
για πάντα ξύπνιο μέσα στ’ όνειρό του
στέκει βουβό, προσμένοντας το δείλι

Κι’ οι ώρες επεράσανε και σβήσαν
όπως και κάποια μέρα το καντήλι
του κόσμου αυτού που τόσοι έχουν πληγώσει

Κι’ όταν η νύχτα πέσει στις καρδιές μας
και το σκοτάδι όλα τα σκεπάσει
τ’ αρκούδι τελευταίο θ’ απομείνει

Καθώς στερνή φορά μας χαιρετάει
χαμόγελο το χείλι του φωτίζει:
τώρα έναν άλλο κόσμο θα προσμένει

Γιώργος Νικολόπουλος - Άγνωστος Στρατιώτης


Κάνανε τη νύχτα μέρα.
Τα πολυβόλα.
Στο Εκατερίνενμπουργκ.
Στο αναθεματισμένο Εκατερίνενμπουργκ...

Στη Μεγάλη Πορεία.
«Μεγάλη Πορεία» την ονόμασαν, οι ηλίθιοι...
Ήτανε σφαγή, κύριέ μου.
Μακελειό.
Βαδίζαμε και μας θέριζαν τα πολυβόλα.

Εκεί ο Βολόντια έχασε τα πόδια του.
Καημένε Βολόντια...
Εκεί ο Γκρίσα, ο Γκρίσα κύριέ μου, έφαγε μια σφαίρα στην κοιλιά.
Κατάφερε να κάνει τρία βήματα βαστώντας τ’ άντερά του, μέχρι που χυθήκανε στις λάσπες...

Κι’ εγώ, κύριέ μου;
Εγώ είμαι ακόμα εδώ.
Είμαι ακόμα εδώ...