Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ειρήνη Ντούρα-Καββαδία - Ο κολυμβητής


Ένα απέραντο πέλαγος
αντιφέγγει στο βλέμμα σου,
απροσπέλαστο κι ανεξιχνίαστο
φουρτουνιασμένο κι αφιλόξενο
σωστό του σκότους έρεβος
στο αχανές του μεγάλου Ωκεανού
κι ας μοιάζει εκεί απόμερο
με κόλπο πράο κι ήμερο
του Αργοσαρωνικού.

-         Ουτοπία!

Άπειρες φλόγες σιγοκαίουν
Ασίγαστες κι απαρατήρητες
στις γαλανές σου ίριδες.
Λέξεις που έμειναν ανείπωτες,
πολύχρωμα σέρφινγκ που πλέουν
και σχίζουν τολμηρά τα κύματα

Στα βάθη τα απύθμενα νοερά σε καλούν
για βαθιές βουτιές σ’ εμπνέουν
μα και σε προκαλούν
της Πόντης τ΄ άγρια νερά
στην Άγια Μαύρα να δαμάσεις σου ζητούν.

Κι αιχμάλωτος σαν πάντοτε εγώ,
με σθένος δεινού κολυμβητή,
στις θάλασσές σου θαρρετά ξεχύνομαι
σε κάθε ματιά σαϊτευτή σύγκορμα ριγώ

Ευτυχία Παναγιώτου - χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο


στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου    
ανεπιθύμητη                                   
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος· ποθεί την ιέρεια.
το στυλό ανεξίτηλο· τον εκδικείται.
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα.
κάποιο δώρο θα ’ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη

αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω
τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι —Grotta Azzura*— και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό —τρίγωνο
διαβολικό— δεν ζωγραφίζεται.


* Γαλάζιο Σπήλαιο. Ένα φανταστικό θαλάσσιο σπήλαιο στα παράλια του ιταλικού νησιού Κάπρι. Πρώτοι αποικιοκράτες του νησιού θεωρούνται οι Έλληνες. Το εκτυφλωτικό φως που εισέρχεται στο σπήλαιο δημιουργεί μια εντυπωσιακή μπλε αντανάκλαση. Ίσως έτσι φανταζόταν ο Πλάτων την έξοδο από το σπήλαιο στην Πολιτεία-Ουτοπία του.



ΒΙΝΤΕΟΠΟΙΗΜΑ
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=Ivl0u0G_gbE



από το βιβλίο Μαύρη Μωραλίνα

Ευτυχία Παναγιώτου - σας δίνει το ελεύθερο


σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
    χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.

από το βιβλίο Μαύρη Μωραλίνα

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Χώμα στα Τζάμια


Κορίτσια γυμνά τρέχουν κατά μήκος της θαλάσσιας ακτής.
Όλοι τα αγαπούν και θέλουν να τ’ αγγίξουν.
Η σάρκα τους άγριο ροδάκινο, ικανό να κατασπαράξει τον οποιονδήποτε.
Μα αυτές δε σε κοιτούν.
Ό,τι αγγίξουν γίνεται χρυσάφι.
Ο ήλιος αντανακλά πάνω στα πανάκριβα γυαλιά τους.
Εσύ κοιτάς σκαλίζοντας στην άμμο το όνομά σου
πολλαπλασιασμένο.
Να φτάσει για όλες.
Παίζουν τώρα μ’ ένα δελφίνι, δήθεν τυχαία.
Τις παίρνει και φεύγει, χοροπηδώντας πάνω στα κύματα.
Σε χαιρετάνε από μακριά με χαχανητά.
Εσύ κλείνεις την ομπρέλλα.
Διπλώνεις την πετσέτα.
Φεύγεις υποκλινόμενος
στα μυστήρια που απλόχερα χαρίζει η φύση
στους αδικημένους, τους εγκαταλειμμένους.
Σ’ αυτούς που παρά λίγο να πάρουν κάτι
μα δεν το γεύτηκαν ποτέ.
Αποχωρείς
φορώντας το πλεχτό μαγιώ που σου έπλεξε με φροντίδα η μαμά σου.
Που μουσκεύει και δε στεγνώνει ποτέ.
Όπως και τα δάκρυά σου.
Σε φρόντισε καλά η μαμά σου. Τηλεγράφησέ της.
Εγώ τουλάχιστον θα’ρθώ στη δική σου κηδεία
για να εκφωνήσω βροντερά:
Ο θάνατος μετέχει
στη μέθεξη του απόλυτου.
Θα βροντοφωνάξω
θα φωνάξω με τις τελευταίες μου δυνάμεις:
Κλέφτες! Μας κλέψατε τις ζωές!
Δώστε τις τώρα πίσω!
Οι κλέφτες τότε ακροποδητί θα παρελάσουν.
Η μαμά σου, ο τροχονόμος, ο διευθυντής,
ο έφορος, ο δικαστής, ο πεινασμένος νεκροθάφτης.
Μη στενοχωριέσαι
όλοι αυτοί θα βρουν
θα σκύψουν να μαζέψουν λίγο χώμα
την κατάλληλη στιγμή.
Ως την αιωνιότητα θα θυμάσαι
αυτό τον καταραμένο ήχο
που κάνει το χώμα
όταν χτυπάει τα τζάμια
της τελευταίας σου κατοικίας.
Μου λερώσατε τα τζάμια παιδιά
μια στιγμή να τα καθαρίσω
πως κάνετε έτσι
μια στιγμή παιδιά
δεν είναι καθόλου ευγενικό αυτό που κάνετε
δεν το περίμενα ποτέ από σας.
Μα αυτοί
όλο και πετάνε και πετάνε
μέχρι να σε εξαφανίσουν.
Να μη θυμάσαι
ότι κάποτε υπήρξες
και τόλμησες να κοιτάξεις εκείνη τη μέρα τα κορίτσια.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Η γυναίκα του Λωτ

Η γυναίκα του Λωτ παραμένει
μεσ’ απ’ όλα τα στατικά
δομημένα σχήματα.
Να δείξω τη γυναίκα του Λωτ;
Πως; Αφού είναι απ’ όλα
τα βουβά το πιο αλάτι,
το πιο ακίνητο του θανάτου
ενός θανάτου επίμονου
ακίνητου μέσα σε μια συνεχή
περιέργεια που εκφράζεται
με την κίνηση που απέμεινε
την τελευταία
φωνή κραυγαλέα :
Ποιοι είσαστ’ εσείς οι κόκκινοι
πυρωμένοι από φλόγες;
Ποιος είναι ο ακόλαστος
εγώ ή εσείς;
Τι γυρεύω εδώ εγώ
καταδικασμένη για πάντα στη σιωπή;
Βλέπω το τρομερό ξέσπασμα
της επιθυμίας σας και γω
για πάντα θα μένω
αμέτοχη, βρίζοντας και φτύνοντας
κάτι κρυστάλλους επίμονους
που μου κατατρώγουν το στόμα.
Διψάω· δε θέλετε να μου δώσετε νερό
μου δίνετε μόνο αδιάντροπα
αυτή την τρομερή σας εικόνα.
Το ψωμί σας είναι λυσσασμένο,
μα εγώ θά’δινα τα πάντα
για ένα ψίχουλο·
έναν μόνο κόκκο
απ’ τ’ ατέλειωτα όργιά σας.
Η μουσική σας με ξεκουφαίνει·
βουτηγμένη στην αφόρητη μοναξιά μου
καραδοκώ ν’ ακούσω
τον ήχο ενός μικρού κύματος
που θα ξεσήκωνε τ’ αλατερό μου μνήμα
με παλμούς υπέροχους
θα’ φτανε να κλείσω
τις ματωμένες πληγές
που μ’ ανοίξατε
αιώνες τώρα.
Το μόνο που φοβάμαι
η ανυπαρξία.
Μη μου πείτε πως δεν υπάρχω,
πως δεν υπήρξα ποτέ
πως δεν είμαι ούτε μνήμη.
Μη με λιώσετε με τους
καταρράκτες των δακρύων σας
δεν θέλω δάκρυα και συγγνώμες
μόνο πείτε μου
υπάρχεις
κι’ είσαι για μας
ένα κομμάτι αλάτι.


Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ελένη

Η καθαρότητα τ’ ουρανού αντιφεγγίζει το πρόσωπό σου, Ελένη.
Σιωπηλοί περιμένουμε το μεγάλο κύμα. Ήρθε· μας ρούφηξε με αδηφάγα ορμή· εγώ προσπάθησα να σε κρατήσω· σύρθηκες και τρίφτηκαν τα πετράδια του γιαλού στ’ απαλό σου δέρμα· δε μπόρεσες ν’ αντέξεις· στα χλωμά λιβάδια των ερώτων μας μου έμεινε μια τούφα*
μια τούφα από τα φιδίσια σου μαλλιά
που την κρατώ με προσμονή
με νοσταλγία
σ’ ένα συρτάρι
κάθε που προβάλλει\μου αναστατώνεται το σύμπαν.

Κάθε βράχο που συναντώ, κάθε καινούργια πατρίδα, ρωτώ για σένα.
Για σένα Ελένη
που δεν άντεξες
κλεισμένη σ’ ένα μοναδικό παλάτι, μ’ ένα μοναδικό βασιλιά για εραστή.

Ήθελες να σ’ αρπάξουν
ήθελες
ήθελες ν’ απογειωθείς προς τις ουράνιες σφαίρες,
προβάλλοντας τα πολλαπλά σου είδωλα.
Το είχα καταλάβει από τον τρόπο
που πετούσες την μπάλα
μικρή σαν ήσουν·
κι’ έκανες δήθεν πως θα τη ρίξεις αλλού μα την έριχνες προς τις πηγές·
εκεί, στη σκιερή σιγαλιά των σπηλαίων δεν άφηνα ούτε σταγόνα να πέσει κάτω στη γη
υγρά μονοπάτια των δακρύων που χάραξαν με όνειρα τους τοίχους, τις πέτρες, τα βρύα
μετά λουζόσουν λύνοντας την κορδέλλα απ’ τα μαλλιά
εγώ έπεφτα παραληρώντας γι’ αυτή τη στυγνή αποκάλυψη που μου θάμπωνε τα μάτια.

Χρόνια κλωθογυρίζω μέσα στις στάχτες σου Ελένη.
Στάχτες που σκόρπισαν τα πετεινά τ’ ουρανού, τα όρνεα με μυτερά τα ράμφη,
μη καταφέρνοντας να διασώσουν ούτε ένα από τα είδωλά σου.

Ήσουν η αρπαγμένη και η άρπαγας ταυτόχρονα.
‘Ηπιες τόσο αίμα
τόσο δάκρυ
τόσος ποταμός,
δε σού’φτασε να κλείσεις
την αυθύπαρκτη πληγή της θεϊκής σποράς;

Γυρίζω πάλι στα ίδια λιμάνια
ρωτώ σε σταθμούς
τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες
που νά’σαι
αν θυμάσαι
ένα βλέμμα ερωτικό
ένα χνούδι
που αμυδρά
άγγιξες με την ελαφριά σου
πατούσα
αν θυμάσαι πόσους
περιγέλασες
πόσους
εξαπάτησες
πόσους καγχασμούς εξανέμισες
προς τους πόθους όλων μας,
όλων όσων σ’ αρπάζουμε
νομίζοντας
πως θα σε υποτάξουμε.

Γελαστήκαμε όλοι, Ελένη.
Κάθε φορά, για κάθε προσπάθεια
στη θέση σου παρουσιαζόταν
το αντίγραφο, η εικόνα, η ψεύτικη μνεία των χαδιών σου, μια Ελένη ολόιδια,
μα όχι Εσύ.

Κάθε νύχτα, μόλις προβάλλει
το σκοτάδι που κρύβει και απαλύνει τις πληγές
Σαν το λιοντάρι που βρυχάται από μακριά
σε ψάχνω με το βλέμμα.

Σ’ αναζητώ Ελένη
στα λουλούδια που μάζευες σκυφτή
για μένα τάχα
και εγώ σου γράπωνα τον κατάλευκο λαιμό και τον γέμιζα γρατζουνιές με ό,τι έβρισκα· βάτα, αγκάθια, κάκτους, μικρές πέτρες.
Εσύ καταματωμένη σερνόσουν λυσσασμένα να μου ανταποδώσεις το αίμα, να μου ξεπληρώσεις τη γνώση
των κοινών μας μυστικών.

Είκοσι χρόνια τώρα
σε ρωτώ Ελένη
που να πήγες
που να χάθηκες
στην ερημιά.


* une meche de cheveux

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Κορώνα Βορεάλις


Είχε τη μυρωδιά του αδερφού. Τη μυρωδιά του ταύρου.
Τη μυρωδιά των φίλων σου, Θησέα.
Κυλούσε άλικο, έξω απ’ τη σπηλιά. Έβαψα το μαλλί.
Έφτιαξα ένα κουβάρι. Ένα κουβάρι κι’ η ζωή μου.
Σα λαβύρινθος. Τυλίχτηκα μαζί του.
Αιωρούμουν. Κρεμασμένη, πάνω απ’ το παλάτι.
Οι πλεξούδες μου έλαμπαν. Στο φως και στο σκοτάδι.
Μ’ είδες. Δεν ήξερες πως να με πεις: Πασιφάη; Φαίδρα; Αριάδνη;
Η θάλασσα γίνηκε σημάδι του απείρου.
Σε είδα. Ο πυρσός του έρωτα φλόγισε τα σύννεφα μενεξελιά.
Σε περίμενα. Από τότε που πρόσφερα γυμνό το σώμα μου στη νύχτα.
Σε καμάρωσα̇. τα ίδια χνάρια πάντα ακολουθείς.
Εγώ, στα νότια. Στα βόρεια η Αντιόπη. Στο μεσοστράτι έπαιξες στα ζάρια την Ελένη.
Ήσουν όμορφος. Ζώνη χρυσή μινώταυρου που τη στολίζαν άστρα.
Πάλλονται οι λέξεις. Εκεί όπου τ’ άφησα να πέσει.
Το κουβάρι. Ανάμεσα στ’ ασπρόμαυρα πλακάκια της αυλής. Μια σκακιέρα.
Κατάλαβες. Οι φλέβες των ποταμών φουσκώσαν.
Έβρεξες τα χείλη με κρασί. Έκανες δεήσεις στην Ανάγκη.
Μου φόρεσες στεφάνι. Στεφάνι από μηλιά, και μπήκες...
Καμμιά γυναίκα. Δεν πάτησε ποτέ αυτή την άμμο.
Μόνο οι γλάροι απόκληροι. Βρέχουν με τα φτερά τους.
Εξόριστη. Στην αγκαλιά τ’ ουράνιου εραστή μου.
Σκέφτομαι. Μήπως τυχόν κι’ είναι συνένοχός σου;
Στεφανωμένη με μυρτιά. Μ’ έλουσε μ’ άγρια μέντα.
Όμως εγώ θα μέθαγα. Ακόμα και τις Μοίρες.
Εάν γυρίσεις μια νυχτιά. Ένα φιλί αν μου δώσεις.
Πριν από βέλη χτυπηθώ. Πριν μια φορά πετρώσω.
Πριν γίνω στεφάνι μοναχό. Πριν γίνω κορώνα.
Κορώνα στο θόλο τ’ ουρανού. Κορώνα βορεάλις.



Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Αστερία


Την είδα.
Καταμεσίς, σ’ ένα λιβάδι. Ασφόδελων.
Νύχια τρελλού. Αρπακτικού. Μπηγμένα. Βαθιά μεσ’ στο κορμί της.
Ένα κορμί που διάφανο, μύριζε άγρια κρίνα.

Τους είδε.
Παρ’ όλο που ο τρόμος της την είχε παραλύσει.
Ήτανε σαν σε όραμα. Πέπλο πυκνό απ’ ομίχλη.
Στο σύθαμπο ο Όλυμπος μοιάζει φωτιά να πήρε.
Δώδεκα φωτοστέφανα. Λουσμένα στο χρυσάφι.
Ζώνες. Βαθιά αυλακωτές. Σα χαρακιές.
Σα νά’ τανε τα όρια. Της σύντομης ζωής της.
Ώρες πολλές ανέβηκαν. Ανέβηκαν κι’ οργώναν.
Οργώνανε ακάματοι τ’ ουράνιο χωράφι.
Η γη γελούσε. Οι ποταμοί. Οι φλέβες τους που ερρέαν.
Μέσα σε κοίτες. Βαθερές. Σε πράσινες κοιλάδες.
Εύφορη γη. Κιτρινωπή. Γεύση στυφή στο στόμα.
Κοπάδια μαύρα άλογα. Μάγισσες. Συνυφάντρες.

Την είδα.
Με το σκυλίσιο βλέμμα μου. Που όλα τα διατρέχει.
Τότε δεν ειδοποίησα τη δόλια Ηριγόνη;
Τους βόστρυχους ξερίζωνε, τούφες απ’ τα μαλλιά της.
Σε ξεροπήγαδο στεγνό τον βρήκε τον αφέντη.
Τον έκλαψε. Τον στόλισε. Τον κούναγε σαν βρέφος.
Ως στα στερνά ήταν λιόγερμα. Της τράβηξα τα ρούχα.
Απάντηση ποτέ καμιά. Κρεμόταν σ’ ένα δέντρο.
Σαν τώρα που πετά ψηλά μιαν αρπαγμένη κόρη.
Εκείνηνα θυμήθηκα την άλλη ρημαγμένη
έτσι που πήρε αθέλητα να αιωρείται πάνω.

Τους είδε.
Κούνιες χρυσές στον ουρανό. Ανάμεσα μια κόρη.
Κόρη υφάντρα που παλιά τη φώναζαν Αράχνη.
Με χέρια επιδέξια. Ύφαινε το υφαντό της.
Λευκό ταυρί που καβαλά μια δροσερή κοπέλλα.
Μιαν άλλη μάταια κρύβεται μεσ’ στα φτερά του κύκνου.
Μια τρίτη έλουζ’ η βροχή. Βροχή χρυσή. Που έπεφτε. Σαν κύμα θεριεμένο.
Γάμοι υγροί. Που στ’ άδυτα η ύπαρξη γεννιέται.
Καταμεσής, σ’ ένα λιβάδι ασφόδελων κέντησε τ’ όνομά της.
Μέσα στα νύχια τ’ αετού. Μεσ’ στο χορό του τράγου.
Αρπάχτηκε. Όπως πολλές. Η αρχή της τραγωδίας.

Την είδα.
Ήταν αυτή. Η άμοιρη Αστερία.
Ήταν τότε που κοίταξε. Κεντίδια τ’ όνομά της.
Ήταν οι Μοίρες που απ’ αρχής τό’ χαν αποφασίσει.
- Πως νά’ ναι άραγε οι θεοί; είχε ρωτήσει, μικρούλα σαν καθόντανε στο γόνα του πατέρα.
Όταν μεταμορφώνονται; Όταν αποφασίζουν;
Όταν θνητούς υπηρετούν; Τη νύχτα; Με σιγουριά όταν στέκονται;
Μπροστά σ’ έναν αιμάτινο αόρατο καθρέφτη;

Τους είδε.
Εμφανίστηκαν. Είχαν μορφή ανθρώπου.
Δυνάμεις του Αρχέγονου. Εχθροί τ’ αφηρημένου.
Μεθύσανε πρωτόγνωρα. Μορφές χαράξανε. Αχνά. Στη γη περνοδιαβαίνουν.
Όπως τα φύλλα της ελιάς. Σαν το ψωμί. Σαν το κρασί. Πνοή σαν του ανέμου.
Των μελτεμιών. Τη Χάρι και τον Έρωτα. Την Αρετή που εχάθη.
Τη Νέμεση που αναζητά τ’ ανύπαρκτου την αύρα.
Τις Χόες. Που ευελπιστούν το δώρο μιας θυσίας.
Μέχρι τα έγκατα της γης. Μέχρι το φως των άστρων.

Την είδα.
Εγώ, η Μαίρα της μιλώ με λόγια παρηγόριας.
Μια σκύλα ήμουνα φτωχή. Τώρα ο Σείριος τ’ άστρο.
Άστρο κι’ αυτή μοναχικό. Τη λένε Αστερία.

Τους είδε.
Ήταν η μόνη. Ψηλά όπως πετούσανε αυτή κι’ ο αετός της.
Είδε τους δώδεκα θεούς σε θρόνο καθισμένους.
Τροχούς ουράνιους. Να κινούν. Δίπλα τους ειν’ οι Μοίρες.
Οι Μοίρες που ποτέ κανείς δεν ξέρει τι υφαίνουν.
Το υφαντό του σύμπαντος που μοιάζει με τη σκόνη.
Μια σκόνη που διαλύεται. Όπως γερνούν οι αιώνες.
Μία κουκκίδα στ’ άπειρο θα γίνει κάποια μέρα.
Μία κουκκίδα στ’ άπειρο. Μία μικρή τελεία.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Rien ne va plus (Μισό άγουρο δαμάσκηνο)


Ναι. Σαγαπώ. Πάντα σ’ ονειρευόμουν.
Κυλούσε στις φλέβες μας το ίδιο άλικο αίμα. Των τσιγγάνων.
Μαύρα άλογα μεσ’ στην πυκνή ομίχλη.
Έκοψες μισό άγουρο δαμάσκηνο. Και μου το πρόσφερες.
Εγώ έγλειψα τις ρίζες των μαλλιών σου. Στα ριζά του βουνού που καθόμασταν.
Βρέχαμε στο ποτάμι τις πατούσες μας.
Το ποτάμι που κύλαγε βραχνά.
Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει.

Πες μου κι’ εσύ.
Πως μ’ αγαπάς.
Πως με χρειάζεσαι.
Πως όταν με πάρει η γη δε θα κλάψεις.
Θα χορεύεις άγρια.
Μ’ ένα τριαντάφυλλο κόκκινο.
Στ’ αριστερό αυτί.


Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Μέχρι


Έκανα έκκληση για ειρήνη.
Μέχρι η θλίψη να πετρώσει στα γόνατά σου
η χαρά ν’ ανέβει στην άκρη των χειλιών.
Έίχα μια ξυλόσομπα. Παλιά.
Την άναψα με μουσκεμένα. Σπίρτα. Απ’ τη βροχή.

Μέχρι να ενωθούν. Τα σώματά μας.
Έγχορδα. Βιολιά. Συμφωνία εραστών με πλήρη γνώση.
Γεωγραφία  γνώριμη. Χάρτες στην άβυσσο. Γεύση σκουριάς στο στόμα.

Μέχρι τα άστρα. Να πέφτουν. Ένα προς ένα.
Η έρημος της κοιλιάς σου. Ο ομφαλός της δικής μου γης.
Παραδίνομαι. Σκισμένο λευκό πουκάμισο. Από πάντα.

Μέχρι τα σινιάλα.
Οι κόρες των ματιών σου. Διασταλούν.
Μέχρι το τελευταίο φιλί. Μέχρι τον έσχατο σπασμό.

Μέχρι τη σκλαβιά. Της δικής μου ελευθερίας.
Της ηδονής. Αόρατα δεσμά.
Μέχρι να σ’ εξημερώσω. Σκυλί. Που γλύφεις της πληγές σου.
Πάνω στο σώμα μου.

Μέχρι το θάνατο. Της ζωής που ξεκινάει.
Την Άνοιξη. Στ’ ορκίζομαι.
Μέχρι ένα λιβάδι ασφόδελων. Που περιεργάστηκες.
Μια νύχτα. Της περασμένης σου ζωής.

Μέχρι ο πόλεμος. Των σωμάτων μας.
Εκπνεύσει. Να μαζέψουμε τα κομμάτια μας.
Μέχρι να φτιάξουμε. Μια σφαίρα.
Φωτεινή. Ν’ απογειωθεί. Απαλά.
Προς το σύμπαν.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ηριγόνη


Κοπάδια μαύρα άλογα καλπάζαν στην ομίχλη.
Μπλεχτήκανε στις φυλλωσιές τα πύρινα μαλλιά σου.
Ένα ξεφάντωμα φωτιάς, αίματος και δακρύων.

Ξεπέζεψες

Τά’κοψες σύρριζα μεμιάς, καταμεσής στον σβέρκο.
Χάιδεψες την ανάσα σου, πλεγμένη σε στεφάνι.
Τριχιά ξοπίσω σου έσερνες μακριά, στο μονοπάτι.

Ξυπόλητη

Τ’ αγκάθια μπήγονταν βαθιά μεσ’ στις λευκές πατούσες.
Βελανιδιές, φτελιές, οξυές, έλατα και σημύδες.
Δέντρα που στις κουφάλες τους τα ξωτικά ξωμένουν.

Προχώραγες

Δάσος υγρό, πολύχρωμο, ο σύντροφος στον πόνο.
Πουλιά που σε κοιτάζανε με βελουδένια μάτια.
Κάποιοι αποκεφάλισαν χιλιάδες μανιτάρια.

Τους βρήκες

Λαιμοί τραχιοί, σε ξέφωτο ύπνο βαθύ εκοιμόνταν.
Ήτανε μάλλον το κρασί του Διόνυσου που ήπιαν.
Μία τριχιά από μαλλιά πυρόξανθα φορέσαν.

Την έπλεξες

Τους έσφιξε σα μέγγενη και τη λαλιά τους πήρε.
Μετά, τους έκοψες ευθύς σ’ ασύμμετρα κομμάτια.
Τα μοίρασες στα όρνεα που κατοπτεύαν πάνω.

Τα σκόρπισες

Ευθύς τα καταβρόχθισαν ̇  δεν έμειν’ ούτε ίχνος.
Κανείς να μην τους θυμηθεί, κανείς να μην τους θάψει.
Όπως αυτοί που πέταξαν το δόλιο τον πατέρα.

Έκλαψες

Σε ξεροπήγαδο βαθύ, μόνο με την σκιά του.
Τον κηπουρό, που άνθρωπο δεν έβλαψε κανένα.
Ένας κρατούσε το τσαπί, κι’ ο άλλος το δρεπάνι.

Έψαξες

Τον βρήκες και τον έθαψες ̇  ας ειν’ καλά η Μαίρα.
Που ήρθε και σου τράβαγε επίμονα τα ρούχα.
Άρχισες άγριο χορό, εκεί πάνω στον τάφο.

Σύρθηκες

Μία τριχιά από μαλλιά πυρόξανθα, την πήρες.
Την έπλυνες σε μια πηγή, κει δίπλα στο ποτάμι.
Αφού δεήθης στους θεούς, κρεμάστηκες στο δέντρο.

Αιωρείσαι

Άλλο δεν άντεξ’ η πνοή, σκόρπισε σαν αιθέρας.
Πουλί που πέταξε μακριά, στου ορίζοντα τα βάθη.
Ένα αστέρι μοναχό, το Άστρο της Παρθένου.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Δήλος


Πως σ’ άδραξε κατακρυφά, ασέληνη μια νύχτα
τότε που γεννοβόλαγες και σπάραζες·
θυμάσαι;
γλιστρώντας στον κρυστάλλινον ορίζοντα,
εθέριευες παλεύοντας στο νοτισμένο χώμα,
με μιαν αέναη απαντοχή·
γλυκοθροϊζαν λεύκες
τα νεροπούλια κούρνιασαν από βραδίς στους βράχους
κάτω κυλούσε αδίστακτο, αιμάτινο ποτάμι
τι όραμα αναπάντεχο και τρομερό συνάμα
το πήραν άγριοι άνεμοι και χάθηκε στη λήθη·
μα ένας ψίθυρος αχνός, μικρούλικος σαν κλάμα
δίνει φωνή στ’ αμίλητα, σε συνεφέρνει ξάφνου
και σύφλογη αναδύθηκες, κουρελιασμένα μάτια
πως φλετουρίσαν τα πουλιά, ορμή του Μιθριδάτη
τότε που τσακιστήκανε οι είκοσι χιλιάδες
αναριγώντας σύμπνοα μύριοι κατατρεγμένοι
τινάζεις στα ψηλώματα τα καστανά μαλλιά σου
πού είναι ‘κείνοι οι στεναγμοί;
πού ήταν τα παιδιά σου;
μακρύπνοο ξεκίνημα, απόηχος μιας λύρας
ένα βελάκι μυτερό καρφώθηκε στ’ αυτί σου.
Κάνεις να το τραβήξεις, και ξαφνικά θυμήθηκες.
Αναθυμάσαι; Πες μου!
Βγες ν’ αγναντέψεις το νησί
ολόφωτο, σαν λάβα.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Μενεξέδες


Τα φύκια συνέχιζαν το αέναο λίκνισμα. Έλα αδερφέ απόψε, μου ψιθύρισες. Ήταν το φως. Το ίδιο τρομαχτικό με το σκοτάδι. Την ώρα που τό’πες. Μωβ. Διαχεόταν σε απέραντους ιριδισμούς. Κάθε αχτίνα σαν πύρινο βέλος τρυπούσε εκατομμύρια μικρές πεταλούδες. Έπεφταν φλεγόμενες. Αναταράξεις. Στο βυθό. Βγήκες. Σταγόνες αρμύρας στο υγρό σου μέτωπο μου πλήγωσαν όλες τις μέρες. Το αίμα μου. Μωβ. Του κάμπου. Της θάλασσας. Του δάσους. Του λιβαδιού που ξαπλώσαμε. Παλέψαμε.
- Βιόλα, είπα. Μικρή μου μενεξεδιά.
Κοιλότητα σε βράχο. Μαρμάρου γεύση.
- Ίον, είπες. Γλυκέ μου μενεξέ.
Δεν προλάβαμε ούτε να παίξουμε. Ούτε να μαλώσουμε. Ούτε ν’ απλώσουμε τις πατούσες μας να τις κοιτάξει ο ήλιος. Γεύση από γρανίτη.
Καμπάνες. Χτυπούν καμπάνες. Για μας είναι, σκέφτηκα. Δυο κουκκίδες στην απεραντοσύνη. Τα χνάρια μας στην άμμο σβήνονται. Αρχίζουν να σβήνονται. Όπως οι λέξεις. Δεν έχουν πια την αλλοτινή σημασία. Μενεξές άλλοτε σήμαινε λουλούδι.
Στο δάσος δροσιά. Η αύρα. Τα παλλόμενα καλάμια στη σκιά των ποταμών. Οι αρμυρίδες. Οι φτέρες. Τα πετούμενα. Τα πετεινά τ’ ουρανού. Ανέμελα. Οι νέοι σπόροι. Μουρμουρούν κάτω από τα ριζά της γης. Τα ξωτικά. Οι νεράιδες βγαίνουν. Σαν πνοή. Τα βάφουν όλα. Μωβ. Το αίμα μας. Κυλάει σε αυλάκια. Το άρωμά μας διαχέεται σα φως μενεξελί. Τα σύννεφα μας αγκαλιάζουν τα μάτια. Απαλά. Ήταν το τελευταίο που είδαμε. Διπλό χτύπημα. Θα ταξιδέψουμε μαζί. Ουράνιο ταξίδι. Ετοιμάσου. Πως μπόρεσες;
- Πως μπόρεσες να χτυπήσεις την αδερφή σου; Εσύ που της έφτιαχνες λαγουδάκια από ζυμάρι; Που της χάριζες φεγγαραχτίδες να μη φοβάται;
- Κι’ εσύ; Πως μπόρεσες να χτυπήσεις τον αδερφό;
Δεν ήταν από μίσος. Ένα παιχνίδι ήταν. Κάτι εφήμερο. Έτσι ψιθύρισε το χώμα που σας δέχτηκε. Το χώμα που ρούφηξε το άλικο μενεξελί σας άγουρο αίμα.
- Μενεξέδες! ψιθύρισε. Εφήμερη ομορφιά!

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ξενιτειά


Συχνά τους έβλεπες, σκυφτοί να γέρνουν μπρος στους πάγκους
πόσην αλμύρα κουβαλεί στην πλάτη ένας ιδρώτας
ποτάμι που παρέσυρε πληθώρα τα παιδιά του
σκορπίσανε στο ξάγναντο στου κόσμου χίλια μέρη
ο νόστος φωτεινή γραμμή που αδιόρατη φαρδαίνει
ορθοστητοί ανακάθονται, μην τους ξεσυνερίζεις
με τρέμουλο όπως κρατούν παλιές φωτογραφίες
μια αυλή, μια λεύκα, μιαν ελιά, το πεύκο, το πηγάδι
γλυκομυρίζουν γιασεμιά, γεράνια και γαζίες
πέρα το νυχτολούλουδο το μαρτυράει του γρύλου
του τζιτζικιού που απόθεσε τη στάχτη στα μαλλιά τους
έκλεισε απ’ ώρα το μικρό, στενούλι καφενείο
κι’ απ’ την πλατεία φύγανε – έτσι’ δαν στα όνειρά τους.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Δε θα με θυμάσαι


Στο ακρόπρωρο βγαίνω αργά κάθε βράδυ
όταν πάνε για ύπνο κι’ έχουν γίνει ρημάδι
η μαυρίλα του νόστου ρυμουλκεί το σκοτάδι
που θολό ξεχειλίζει και αφήνει σημάδι
στων δαχτύλων την άκρη, παγωμένα στο χάδι
ενός σκύλου κοντά μου που στο σάκο μου θάβει
μια μπαλίτσα ’πο άστρα να φωτίζει δεν παύει
ένα χνάρι της μνήμης να το φτιάξει υφάδι
μα η αλμύρα που όλα τα πράγματα σκάβει
δεν αφήνει ζιζάνια· μην πνιγεί το καράβι.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Μάρκο


Δυο πουλιά γερμένα
στο θλιμμένο πάρκο
αν είχες στάλα αγάπη
στην ψυχή σου Μάρκο
θά’μουνα το ένα·
μ’ ανοιχτά φτεράκια
να μαδώ τις άκρες
απ’ τα πούπουλά μου
λίγο αφηρημένα
και να με κοιτάξεις,
στρογγυλή απορία·
  Όμως
πως εδώ εβρέθης;
Στου μυαλού τα βάθη
φέγγισαν τα λάθη.
Τ’ όνειρό μου εχάθη·
μαύρη απελπισία
θά’πρεπε να ήσουν
σ’ άλλη συνοικία.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Το όνομά μου


Μέσα στην καταιγίδα. Πρόφερα τ’ όνομά μου. Ακούστηκε. Σαν αχνός λυγμός. Σπαρταρούσαν. Τα φωνήματα. Μέσα σ’ αυτή τη λέξη. Τ’ όνομα. Αυτό που μου χάρισες. Εσύ. Για να υπάρξω. Στο δέρμα μου λαμπύρισαν χρυσά φτερά. Στ’ άκρα τους μόρια φωτός. Σχεδόν αγγίξαν. Τα όρια της ανυπαρξίας.

Τα ηλιοτρόπια ανθίζαν. Ένας ρυθμός που ξέσκιζε τ’ ατσάλι. Ένας καρπός πιο άκαρπος. Μια πειθώς στην άβυσσο. Ένα χάσμα. Κοντά στον ήλιο. Κοντά, στην πιο σκοτεινή πλευρά μου. Ένα θραύσμα αλήθειας.

Ο λόγος είν’ η αρχή και το τέλος. Σαν μνημόνιο. Φως. Αγγελικών διανοιών. Αίτιο και αιτιατό. Αντανακλάσεις της εσπέρας. Γαλαζορόδινη. Καθρεφτίζει. Το διαιρεμένο σώμα. Τον εξαντλημένο εγκέφαλο. Τον ανασυγκροτημένο. Μεσ’ στην αχανή ολότητά του.

Το κορμί. Κυλιέται αναίσχυντα. Σε μια παραφορά δακρύων. Σε μια λίμνη υλιστικών δρακόντων. Φλεγουσών επιθυμιών. Κρύπτη ορνέων. Μετουσιώσεις ονείρων. Αναγεννημένων. Από τις σκιές. Ένας κύκλος. Ένα παιχνίδι πλευρικών κατόπτρων. Ανεστραμμένων.

Ουλές του παρελθόντος. Ακριβοδίκαια κατανεμημένες στη ροή του αίματος. Υγρές, λείες κοιλότητες στο έδαφος της γνώσης. Νους, συσκοτισμένη ύπαρξη. Απέραντη μνήμη. Ξεπηδά σα φωτιά. Σαν ίχνη. Σαν ουλές που αφήνει στο διάβα του το σώμα. Χαρακιές. Σε υπέργειο καθρέφτη.

Ουράνιοι τροχοί. Ρινίσματα φωτός. Ψίθυροι. Μεσ’ στην αχανή άβυσσο. Χαώδης διαρπαγή σοφών ενστίκτων. Λυγμός. Σαν αχνός λυγμός. Ακούστηκε. Στην άβυσσο. Στο λιβάδι με τους ασφόδελους. Λευκές ουλές. Εναλλάσσονται. Με κυματοειδείς. Μαύρες γραμμές. Εκτυφλωτικές αντανακλάσεις. Χωρίς περιγράμματα. Χωρίς χρώματα. Το φως γδέρνει το σκοτάδι. Ένα φανάρι στην ομίχλη. Τολμώ να το προφέρω. Η λέξη. Αναβλύζει από μια πηγή. Φεγγαρόφωτο. Πλάι, το ποτάμι. Ακούστηκε. Σαν ουρλιαχτό.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Αντικείμενα


ένα       κρεβάτι
μία       καρέκλα
ένα       τραπέζι
            φεύγεις
            για να συναντήσεις
ένα       γραφείο
μία       καρέκλα
            επιστρέφεις
            πάλι πίσω για να ξαναβρείς
μία       καρέκλα
ένα       τραπέζι
ένα       κρεβάτι

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Πλάτη Με Πλάτη


Δεν ήσουν εσύ που έτρεχες ανάμεσα στις συκιές
και στις άγριες δαμασκηνιές για να μου κάνεις
έρωτα τρελλό μεσ’ στο χωράφι. Ποιος ήσουν;
Μου μπήχτηκε στη φτέρνα ένα αγκάθι.
Η νύχτα τα νώτα σου μαυρίζει.
Το άλογο ιδρώνει, το δέρμα του γυαλίζει,
πυγολαμπίδες έρχονται απόμακρες φωτιές.
Μέσα μου οι φωνές. Που ήσουν και σε γύρευα
πλάτη με πλάτη τόσα χρόνια;

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων


Έχω κλαδιά μπηγμένα, στη γλάστρα, στην αυλή μου.
Θα σου φτιάξω τα χρυσά μήλα, τα χρυσά μήλα
των Εσπερίδων να τα στολίσουμε.
Θα κρατάς στην πλάτη σου τον Ουρανό.
Θα μου δώσεις να τον κρατήσω λίγο.
Θα πέσει κάτω. Θα γελάμε.
Θα μας φωτίζουν τ’ άστρα. Θα φιληθούμε.
Το φεγγάρι θα φωνάζει. Δε θα τ’ ακούμε.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Μη Φεύγεις


Γεύτηκα απόψε τη σκουριά της άγκυρας του πλοίου
«μη φεύγεις» είπα απόκοσμα κι’ άσε να σε πλανέψω
στα χείλη ίχνη από χαρτί της γλώσσας του λοστρόμου
που βύζαινε της μάνας του παλιές φωτογραφίες

Ξέσκισα με τα δόντια μου πανιά, τσάκισα ξάρτια
άλμπουρα τρις σκαρφάλωσα τρελλή απ’ την αγρύπνια
μέσα στ’ αμπάρι τρύπωσα: ρουφάγαν τον καπνό τους
κι’ εγώ τους δάγκωσα βαθιά τα βρώμικά τους μέλη

Έδεσα ναύτες με σκοινιά, τους σφάλισα τα μάτια
να μην τους πάρουν τη μιλιά οι άγριες Σειρήνες
γυμνή χόρεψα αλλόφρονη στο μεσιανό κατάρτι
κόντρα το κύμα χτύπησε στο άγουρό μου στήθος

Κανείς δε μού’στερξε ποτέ τον πρώτον πρώτον ίσκιο
κανένας στο κουφάρι μου ήρθε να νανουρίσει
κανείς εμπρός στην κάσα μου δεν είπε ένα λόγο
κι’ ο πλοίαρχος αρνήθηκε σημαία ν’ ανεμίσει

Τα δυο σου μάτια τα γλαρά ποτέ να μη μου πούνε
πως το βαπόρι πέταξε, πως το βαπόρι πάει
έπλευσε σ’ άλλες αγκαλιές, άλλα στερνά λιμάνια
σ’ ανταριασμένα πέλαγα έπεσε σε υφάλους

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - 174 Phaedra


Ερπετού είχες πάντα για γυναίκας την όψη;
Με τη γλώσσα διχάλα, το φιλί μου αρπάζεις ˙
το κορμί σου τροχίζεις στων ματιών μου την κόψη,
στη φιδίσια σου πέφτω αγκαλιά και σπαράζεις.

Με τη γλώσσα διχάλα το φιλί μου αρπάζεις.
Λιποτάκτης ο ήλιος, σε τοπίο θανάτου.
Στη φιδίσια σου πεφτω αγκαλιά και σπαράζεις,
ένα βλέμμα της μοίρας στη μεριά του αοράτου.

Λιποτάκτης ο ήλιος σε τοπίο θανάτου
- αφού ξέρεις πως όρκο βαρύ έχω πάρει -
ένα βλέμμα της μοίρας στη μεριά του αοράτου
με κατέχει, τις νύχτες που ολολύζουν οι γλάροι.

Αφού ξέρεις πως όρκο βαρύ έχω πάρει:
πεθυμιά, που λουφάζει σε αδυσώπητο σκότος,
με κατέχει τις νύχτες που ολολύζουν οι γλάροι.
Στην ψυχή μου χαράζει σταυροδρόμια ο νότος...

Πεθυμιά που λουφάζει σε αδυσώπητο σκότος
(ένας θρήνος, που λάγνο καταπίνει το κύμα).
Στην ψυχή μου χαράζει σταυροδρόμια ο νότος:
σε κρυφή μιά σπηλιά, του έρωτά μας το μνήμα.

Ένας θρήνος, που λάγνο καταπίνει το κύμα.
«Θα ξανάρθω», σου είπα, «μια μέρα του Μάρτη».
Σε κρυφή μιά σπηλιά, του έρωτά μας το μνήμα,
τσακισμένη πυξίδα σε ανύπαρκτο χάρτη.

«Θα ξανάρθω», σου είπα μια μέρα του Μάρτη,
«όταν βρω το μαχαίρι που το νήμα θα κόψει».
Τσακισμένη πυξίδα, σε ανύπαρκτο χάρτη...
Ερπετού ειχες παντα, για γυναίκας την όψη;

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Αόρατες Πόλεις


Τρένα που έρχονταν από το πουθενά
μεταφέρουν χιλιάδες νεκρούς
σε αόρατες πόλεις
σημαίες ανεμίζουν αδιαλείπτως
τραγούδια επανάστασης ηχούν
στον ταραγμένο άνεμο:
όλα τα καλύπτει
το σφύριγμα
των τρένων

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Λαιστρυγόνες


Όχι. Δε θα περιμένουμε
μια ανέσπερο νύχτα
να μας καταβροχθίσει
ο βασιλιάς
καλύτερα ν’ αλληλοσπαραχθούμε.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ανεμώνη


Είπες μικρή ανεμώνη
θα καταλάβω θάλασσα
και γη
με τη βελούδινη ομορφιά μου
το είπες εντός σου
δεν το άκουσε
ποτέ
κανείς.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Γιώργος Νικολόπουλος - Επανάσταση

Κάθε μέρα χτυπούσες την πόρτα του μεγάλου πύργου και κανείς δε σου άνοιγε.
Κάθε μέρα σε ρώταγε ο φύλακας «Τι θέλεις;» κι’ εσύ αποκρινόσουν «Ήρθα να δω τους άρχοντες» κι’ εκείνος έλεγε «Κανείς δεν επιτρέπεται να δει τους άρχοντες» κι’ εσύ του απαντούσες «Κάποια μέρα, κάποια μέρα θα ξεσπάσει η επανάσταση και τότε αυτό το κάστρο θα γκρεμιστεί συθέμελα και οι άρχοντες που πίνουν το αίμα μας τόσα χρόνια θα πληρώσουν για όσα μας έκαναν» και ο φύλακας γέλαγε, και σε χτύπαγε φιλικά στην πλάτη και σούλεγε «Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα τα ξαναπούμε».

Χτες το βράδυ, αποκαμωμένος, κοιμήθηκες στα σκαλοπάτια του μεγάλου πύργου.
Το πρωί σηκώθηκες, τεντώθηκες, και χτύπησες την πόρτα.
«Τι θέλεις;» σε ρώτησε ο φύλακας κι’ εσύ «Ήρθα να δω τους άρχοντες» του αποκρίθηκες. «Δεν υπάρχουν άρχοντες» απάντησε ο φύλακας κι’ εσύ απορημένος «Τι εννοείς;» τον ρώτησες.
Ο φύλακας σε κοίταξε θλιμμένα. «Η επανάσταση έγινε χτες το βράδυ», είπε. «Την έχασες επειδή κοιμόσουν. Τώρα δεν υπάρχουν πια άρχοντες. Τώρα είμαστε όλοι ίσοι και ελεύθεροι».
«Τότε...μπορώ να μπω;» ρώτησες διστακτικά.
«Όχι», σου απάντησε. «Είμαι τώρα ο Φύλακας της Επανάστασης. Και η επανάσταση κινδυνεύει από κάτι ανθρώπους σαν εσένα».

Γιώργος Νικολόπουλος - Οι Στίχοι Στο Τέλος Της Ιστορίας


Οι στίχοι έχουν αυτιά.
Οι στίχοι έχουν γλώσσα και μάτια τυφλά που βλέπουν μόνο προς τα μέσα.
Μυρμήγκια γίνονται, κάτω από τα ρούχα σας.
Μύγες χοντρές, πετώντας πάνω απ’ το πτώμα της Ιστορίας.

Μυριάδες νεκροί θα βγουν από τους τάφους τους, όταν έρθει η Χάλκινη Εποχή.
Τότε είναι που θα έρθει, λίγο μετά από την Εποχή των Σπηλαίων.
Και οι νεκροί θα δείξουν το δρόμο στους ζωντανούς, με σημαίες και με λάβαρα και με ζουρνάδες, και όλοι μαζί θα πορευόμαστε, και θα τραγουδάμε και θα χορεύουμε στους δρόμους, πνιγμένοι μέσα στο αίμα, και δε θα μας νοιάζει αν είναι το αίμα το δικό μας ή του αδερφού ή του γείτονα γιατί τότε δε θα υπάρχουν πια σύνορα και όλοι θα είμαστε ένα.

Γιώργος Νικολόπουλος - Κοράκια


Άσπρα κοράκια
μαύρα κοράκια
κρα!
(κρα...)

Βαδίζοντας ασταμάτητα κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στη βροχή, στη χιονοθύελλα, οι σύντροφοι πέφτουν ένας ένας στις λάσπες, οβίδες σκάνε γύρω μας, πάνω μας, άνθρωποι χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς κεφάλι...

Τρέχουμε σαν τρελοί προς το απέναντι χαράκωμα, το απέναντι χαράκωμα είναι η ελπίδα, είναι η ζωή, είναι το φως, είναι η υπόσχεση για ένα ζεστό καλοκαιριάτικο απόγευμα με τη Μαρία, για ένα μικρούλικο ζευγάρι καλτσάκια, για το χαμόγελο στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της μητέρας...
Με την ξιφολόγχη να σκοτώσεις, να ζήσεις, να σκοτώσεις, να ζήσεις, να σκοτώσεις, να ζήσεις, μέχρι να... μέχρι να...

Άσπρα κοράκια
μαύρα κοράκια
κρα!
(κρα...)

Γιώργος Νικολόπουλος - Κλέφτες


«Υποπτεύομαι ότι μας κλέβουν», είπα. «Μας κλέβουν τις ζωές, μας κλέβουν τα όνειρα, μας κλέβουν όλα αυτά που μας ανήκουν».

«Χουμφ, χουμφ», απάντησε μέσα από τα δόντια του ο επιστάτης, στέλνοντας ένα δαχτυλίδι μαύρου καπνού ν’ ανέβει ψηλά στον ουρανό. «Κι’ εγώ κάθε βράδυ ακούω φωνές στην αποθήκη», συνέχισε τραβώντας τη μαύρη καλύπτρα και ξύνοντας το μοναδικό του μάτι, «μα όποτε ρωτήσω μου λένε πάντα πως δεν είναι Κανένας».

Γιώργος Νικολόπουλος - Τα τρένα


Περιμένοντας τα τρένα που έφυγαν...
Τα τρένα που έφυγαν...
Τα τρένα που έφυγαν...

Κάθε φορά, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, ο επιβάτης θα σηκώσει το δεξί του χέρι, θα πιαστεί από τη χειρολαβή, θα ανασηκωθεί όρθιος, θα κοιτάξει έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα πάρει μια βαθιά ανάσα, θα νιώσει τη μυρωδιά των παιδικών του χρόνων, και τότε, και τότε...

Τη νύχτα πάντα περνάνε τα τρένα που έχασες. Εκείνα τα τρένα που περνάνε μόνο πολύ αργά, ή πολύ νωρίς, ή τη στιγμή ακριβώς που δεν τα περιμένεις.

Γιώργος Νικολόπουλος - Σαν Πέφτει Το Δείλι


Κρυφά σταματάμε σαν πέφτει το δείλι,
οκνοί στρατοκόποι στη μέση του δρόμου.
Στεκόμαστ’ εδώ, με σφιγμένα τα χείλη,
εκπρόσωποι σάπιοι ασήμαντου νόμου.

Οκνοί στρατοκόποι, στη μέση του δρόμου...
Κι’ οι άλλοι περνούν με γερμένο κεφάλι
(εκπρόσωποι - σάπιοι - ασήμαντου νόμου)˙
μα είμαστε ίδιοι κι’ εμείς και οι άλλοι.

Κι’ οι άλλοι περνούν με γερμένο κεφάλι,
διαβάτες σκυφτοί σε στρυφνό μονοπάτι -
μα είμαστε ίδιοι κι’ εμείς και οι άλλοι:
χαμένες ψυχές σ’ αχυρένιο παλάτι.

Διαβάτες σκυφτοί, σε στρυφνό μονοπάτι,
και βήμα στο βήμα ένας ένας τραβάμε˙
χαμένες ψυχές, σ’ αχυρένιο παλάτι
που φοβόμαστε τόσο: γι’ αυτό προχωράμε.

Και βήμα στο βήμα ένας ένας τραβάμε
- άσωτοι γιοι της Μεγάλης Μητέρας -
που φοβόμαστε, τόσο, γι’ αυτό προχωράμε
τη δειλή μας πορεία στο φέγγος της μέρας.

Άσωτοι γιοι της Μεγάλης Μητέρας,
σκιαγμένοι απ’τα δώρα που η νύχτα θα στείλει,
τη δειλή μας πορεία στο φέγγος της μέρας,
κρυφά σταματάμε σαν πέφτει το δείλι...

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Τέλος του Παιχνιδιού


Έστησα με προσοχή όλα μου τα πιόνια.
Τοποθέτησα το βασιλιά, τη βασίλισσα, τους ευγενείς, τους αυλικούς.
Τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς, τους απλούς φαντάρους...
Έβαλα στην κατάλληλη θέση τα κανόνια, τις βόμβες και τις νάρκες.
Στάθηκα και τα κοίταξα: Ήταν όλα όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι.

«Η σειρά σου», είπα. «Τι περιμένεις;»

Με κοίταξες περίεργα. «Ποτέ δε μαθαίνεις από τα λάθη σου», είπες και σηκώθηκες από το τραπέζι θριαμβευτικά.

«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησα. «Τι έκανα πάλι λάθος;»

Χαμογέλασες και μου έδειξες ένα χοντρό βιβλίο. «Ξέχασες τους κανόνες του παιχνιδιού», είπες.

Άνοιξα με προσοχή το βιβλίο. Ήταν δερμάτινο, με χρυσά γράμματα, και φάνταζε πελώριο.
Το ξεφύλλισα. Εκατοντάδες σελίδες, όλες λευκές.
Και μόνο στην πρώτη σελίδα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα, έγραφε: «ΚΑΝΟΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ: ΕΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ».

Γιώργος Νικολόπουλος - Έχτισες το σπίτι σου...


Έχτισες το σπίτι σου γερό, από πέτρα.
Ήρθαν και σου το γκρέμισαν.

Έχτισες το σπίτι σου πρόχειρα, από λάσπη και κλαριά.
Το γκρέμισαν κι’ αυτό.

Έχτισες το σπίτι σου από ξύλο.
Ήρθαν και το έκαψαν.

Έχτισες σπίτια από τούβλα, από χώμα, από καραβόπανο, από άχυρα.
Μάταιος κόπος. Ότι και να έκανες, έρχονταν πάντα να γκρεμίσουν τα όνειρά σου.

Έμαθες πια.
Τώρα το σπίτι σου είναι χτισμένο μόνο από σάρκα και αίμα.
Κι’ όσες φορές κι’ αν σε διώξουν, το παίρνεις μαζί σου.

Γιώργος Νικολόπουλος - Ο πόλεμος


Ρήγας καρό.
Ντάμα σπαθί.
Άσσος κούπα.
Φάντης μπαστούνι.
Έφτιαξες ένα στρατό από τραπουλόχαρτα και τον έστρεψες προς το μέρος μου.

«Έλα να πολεμήσουμε», είπες.
Κόντεψα να βάλω τα γέλια. «Να πολεμήσουμε;» σε ρώτησα. «Με τραπουλόχαρτα;»
«Δεν έχει σημασία το μέσο», απάντησες, «μόνο το μήνυμα».
«Και ποιο είναι το μήνυμα;»
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος γίνεται μέσα μας».

Γιώργος Νικολόπουλος - Προκρούστης


Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Προκρούστη.
«Εγώ ταιριάζω ακριβώς», μου είπες. «Εσύ περισσεύεις».
«Και τι μ’ αυτό;», ρώτησα.
«Μήπως είναι καιρός να κόψουμε κάτι; Κάτι περιττό; Κάτι άχρηστο, ίσως;»
«Δεν έχω κάτι περιττό», απάντησα. «Μόνο τα πόδια και το κεφάλι μου».
«Τα πόδια, πιστεύεις, είναι απαραίτητα;»
«Και βέβαια, για να κινούμαι».
«Και γιατί να κινείσαι; Όλα όσα χρειάζεσαι, βρίσκονται εδώ».
«Δίκιο έχεις, αλλά δεν ξέρω...»
«Σε βλέπω λίγο διστακτικό. Μήπως να κόβαμε το κεφάλι, καλύτερα;»
«Α όχι, όχι! Το κεφάλι το χρειάζομαι για να σκέφτομαι».
Γέλασες. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι;» ρώτησες. «Αυτή είναι η ρίζα όλων των προβλημάτων σου».
Σε κοίταξα ανήσυχος. «Αλήθεια, ο Προκρούστης που βρίσκεται;» σε ρώτησα για να αλλάξω την κουβέντα.
«Ο Προκρούστης;» είπες. «Σκεφτόταν πολύ. Αλλά μην ανησυχείς. Τώρα πια είναι καλά».

Γιώργος Νικολόπουλος - Βράδυ Κυριακής


Έφτασε ξανά.
Βράδυ Κυριακής.
Βδομάδες διαδέχονται βδομάδες διαδέχονται βδομάδες.
Μήπως κάτι ξέχασα; Κάτι μου ξέφυγε; Μήπως έκανα κάποιο λάθος; Μήπως έκανα κάθε φορά το ίδιο λάθος, κάθε βράδυ Κυριακής;

Με κοίταξες με συμπόνια.
«Ένα μονάχα λάθος», μου εξήγησες. «Υπάρχει μόνο ΕΝΑ βράδυ Κυριακής. Μόνο μια Κυριακή. Έκανες ΕΝΑ λάθος. Ένα λάθος ήταν αρκετό».

Γιώργος Νικολόπουλος - Οι Άλλοι


«Και οι άλλοι;» ρώτησες. «Τι κάνουν οι άλλοι;»

«Οργώνουμε», σου απάντησαν. «Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι οργώνουμε. Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το τελευταίο πρωί».

Χαμογέλασες ικανοποιημένος.
«Προπαντός, να μην ξεχνάνε τη μυλόπετρα», μου είπες. «Αυτό να τους πεις. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα, δεν έχουν να φοβούνται τίποτε».
Σκέφτηκες για λίγο. «Ούτε κι’ εμείς», συμπλήρωσες. «Ούτε κι’ εμείς έχουμε να φοβόμαστε τίποτε. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα».

Γιώργος Νικολόπουλος - "Πλύνε τα δόντια σου", Είπες


«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες.
Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά.
Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα».

«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»

Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Μοιρολόι


Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω...

Από μακριά ξαπλώνεται, κυλά και τρεμοσβήνει
στην άκρη τ’ ουρανού.
Είν’ η αλήθεια μας καπνός, φωτιά και σκοτοδίνη
στο δαίδαλο του νου;

Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αρνηθείς, ποτέ να μη μου κρύψεις
εκείνο το παιδί
που ζει βαθειά μεσ’ στην καρδιά, και πέρα από τις τύψεις
καθάρια θα με δει.

Αν με προδώσεις θα χαθώ, για πάντα θα γυρίσω
στη μαύρη σκοτεινιά.
Κι’ όταν ακούσεις το λυγμό, να μην κοιτάξεις πίσω,
μον’ άνοιξε πανιά...

Γιώργος Νικολόπουλος - Αλίκη


Επιστροφή στη χώρα των θαυμάτων.
Χάρτινα φτερά στους ώμους.
«Μη φεύγεις, Αλίκη». Ή, μάλλον, όχι. «Μη γυρίσεις. Ποτέ μη γυρίσεις».
Βιώνοντας την αίσθηση της απώλειας.
Μικρές, μεγάλες χαρές.

Το ποτάμι πλαταίνει, πλησιάζοντας στις εκβολές του.
Ο καιρός της επιστροφής, μήπως...;
Ή ίσως, «Όχι, είναι ακόμη ανεπίτρεπτο»...
Προσομοιώνοντας τις στιγμές με... «στάχτες»;

Πολύ φοβάμαι πως η επιστροφή, τελικά, ματαιώνεται.
Το ποτάμι, καθώς λένε, δε γυρίζει πίσω.
... Στερεότυπα;

Γιώργος Νικολόπουλος - Αργώ να γείρω


Αργώ να γείρω.
Στις λασπωμένες όχθες.
Εκεί που κουρνιάζουν τ’ αγριοπερίστερα, σαν πέφτει η νύχτα.
Στις μουσκεμένες όχθες.
Ένα άλλο καλοκαίρι.
Το τελευταίο καλοκαίρι, πριν από...
Εκείνο το καλοκαίρι.

Αργώ να γείρω.
Κοιτάζω τη μορφή σου, στο στερέωμα.
Τα όνειρα πέφτουν πάνω μας σαν χρυσή βροχή, μας μουσκεύουν μέχρι το κόκαλο.
Φιλντισένια πουλιά διαλαλούν το μούχρωμα.
Τρελά πουλιά.
Στον ορίζοντα.
Τα κύματα πλησιάζουν, ορθώνονται μολυβένια.
Μέχρι τα σύννεφα.

Αργώ να γείρω.

Γιώργος Νικολόπουλος - Αέναες Αμμουδιές, Ολοένα


Αέναες αμμουδιές.
Αμμουδιές ξεχασμένες.
Η μνήμη του νερού ξεχειλίζει στην άμμο.
Κοιτάζοντας γύρω, ολοένα.
Το τραγούδι της σειρήνας μας θυμίζει τη νύχτα που έρχεται, τη μέρα που έφυγε.
Ολοένα και γλιστρούν, γλιστρούν γύρω μας.
Ολοένα και πάλι, το δίχως άλλο.

Θυμήσου το γιασεμί.
Το γιασεμί  στην άμμο;...
Είναι η αλήθεια του κόσμου, η αλήθεια μας;

Γερμένοι πλάι.
Πλάι στο κύμα.
Ολοένα.
Το δίχως άλλο.

Γιώργος Νικολόπουλος - Το Νόημα της Ζωής


Σε είχα ρωτήσει «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».
Απάντηση δεν πήρα.
Υπομονετικά περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, καθισμένος στα σκαλοπάτια σου.
Κι’ όταν κάποια στιγμή, απελπισμένος, αποφάσισα να εκφράσω την – δικαιολογημένη – δυσφορία μου για την υπερβολική καθυστέρηση, χαμογέλασες.
«Μάταια περιμένεις απάντηση», μου εξήγησες. «Έχεις κάνει τη λάθος ερώτηση».

Γιώργος Νικολόπουλος - Στην Άκρη της Σκάλας


Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

και πάλι

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

ένα βήμα, δύο βήματα

και πάλι

ένα βήμα, δύο βήματα

Ίσως κάποτε τολμήσω ίσως τολμήσω ίσως κάποτε τολμήσω

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

Γιώργος Νικολόπουλος - Μαζί


Σκίζαμε τα κύματα
με φτερωτές, γυάλινες βάρκες
πάνω από την πικρή, πράσινη θάλασσα
πάνω από τα σύνορα της έρημης χώρας

Κι’ ήτανε τέτοια η γαλήνη του πρωινού
που νιώθαμε σαν αυτό να ήταν το τελευταίο ταξίδι
το πιο όμορφο ταξίδι
που κάναμε – ή θα κάναμε – στη ζωή μας

Και ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλό σου
και ένιωσα την ανάσα σου στα μαλλιά μου
και ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος
και ήταν σαν να μη φύγαμε ποτέ

Γιώργος Νικολόπουλος - Η Πίκρα του Γυρισμού


Ξένος στη χώρα που έζησες
Κι’ όταν κάποτε γύρισες στη χώρα που γεννήθηκες, πάλι ξένος
Τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόσουν
Όλα ψεύτικα, χάρτινα, αδειανά

Εκεί, και πάλι πίσω
Σκέφτηκα: καμιά φορά δεν ταξίδεψες πέρα από τα σύννεφα
Μα ποιο το όφελος; Κι’ εκεί ξένος θάσουν

Ίσως η πίκρα
Ίσως να ήταν η πίκρα
Ίσως, πάλι, μόνο, η πίκρα