Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Δήλος


Πως σ’ άδραξε κατακρυφά, ασέληνη μια νύχτα
τότε που γεννοβόλαγες και σπάραζες·
θυμάσαι;
γλιστρώντας στον κρυστάλλινον ορίζοντα,
εθέριευες παλεύοντας στο νοτισμένο χώμα,
με μιαν αέναη απαντοχή·
γλυκοθροϊζαν λεύκες
τα νεροπούλια κούρνιασαν από βραδίς στους βράχους
κάτω κυλούσε αδίστακτο, αιμάτινο ποτάμι
τι όραμα αναπάντεχο και τρομερό συνάμα
το πήραν άγριοι άνεμοι και χάθηκε στη λήθη·
μα ένας ψίθυρος αχνός, μικρούλικος σαν κλάμα
δίνει φωνή στ’ αμίλητα, σε συνεφέρνει ξάφνου
και σύφλογη αναδύθηκες, κουρελιασμένα μάτια
πως φλετουρίσαν τα πουλιά, ορμή του Μιθριδάτη
τότε που τσακιστήκανε οι είκοσι χιλιάδες
αναριγώντας σύμπνοα μύριοι κατατρεγμένοι
τινάζεις στα ψηλώματα τα καστανά μαλλιά σου
πού είναι ‘κείνοι οι στεναγμοί;
πού ήταν τα παιδιά σου;
μακρύπνοο ξεκίνημα, απόηχος μιας λύρας
ένα βελάκι μυτερό καρφώθηκε στ’ αυτί σου.
Κάνεις να το τραβήξεις, και ξαφνικά θυμήθηκες.
Αναθυμάσαι; Πες μου!
Βγες ν’ αγναντέψεις το νησί
ολόφωτο, σαν λάβα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου