Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Μενεξέδες


Τα φύκια συνέχιζαν το αέναο λίκνισμα. Έλα αδερφέ απόψε, μου ψιθύρισες. Ήταν το φως. Το ίδιο τρομαχτικό με το σκοτάδι. Την ώρα που τό’πες. Μωβ. Διαχεόταν σε απέραντους ιριδισμούς. Κάθε αχτίνα σαν πύρινο βέλος τρυπούσε εκατομμύρια μικρές πεταλούδες. Έπεφταν φλεγόμενες. Αναταράξεις. Στο βυθό. Βγήκες. Σταγόνες αρμύρας στο υγρό σου μέτωπο μου πλήγωσαν όλες τις μέρες. Το αίμα μου. Μωβ. Του κάμπου. Της θάλασσας. Του δάσους. Του λιβαδιού που ξαπλώσαμε. Παλέψαμε.
- Βιόλα, είπα. Μικρή μου μενεξεδιά.
Κοιλότητα σε βράχο. Μαρμάρου γεύση.
- Ίον, είπες. Γλυκέ μου μενεξέ.
Δεν προλάβαμε ούτε να παίξουμε. Ούτε να μαλώσουμε. Ούτε ν’ απλώσουμε τις πατούσες μας να τις κοιτάξει ο ήλιος. Γεύση από γρανίτη.
Καμπάνες. Χτυπούν καμπάνες. Για μας είναι, σκέφτηκα. Δυο κουκκίδες στην απεραντοσύνη. Τα χνάρια μας στην άμμο σβήνονται. Αρχίζουν να σβήνονται. Όπως οι λέξεις. Δεν έχουν πια την αλλοτινή σημασία. Μενεξές άλλοτε σήμαινε λουλούδι.
Στο δάσος δροσιά. Η αύρα. Τα παλλόμενα καλάμια στη σκιά των ποταμών. Οι αρμυρίδες. Οι φτέρες. Τα πετούμενα. Τα πετεινά τ’ ουρανού. Ανέμελα. Οι νέοι σπόροι. Μουρμουρούν κάτω από τα ριζά της γης. Τα ξωτικά. Οι νεράιδες βγαίνουν. Σαν πνοή. Τα βάφουν όλα. Μωβ. Το αίμα μας. Κυλάει σε αυλάκια. Το άρωμά μας διαχέεται σα φως μενεξελί. Τα σύννεφα μας αγκαλιάζουν τα μάτια. Απαλά. Ήταν το τελευταίο που είδαμε. Διπλό χτύπημα. Θα ταξιδέψουμε μαζί. Ουράνιο ταξίδι. Ετοιμάσου. Πως μπόρεσες;
- Πως μπόρεσες να χτυπήσεις την αδερφή σου; Εσύ που της έφτιαχνες λαγουδάκια από ζυμάρι; Που της χάριζες φεγγαραχτίδες να μη φοβάται;
- Κι’ εσύ; Πως μπόρεσες να χτυπήσεις τον αδερφό;
Δεν ήταν από μίσος. Ένα παιχνίδι ήταν. Κάτι εφήμερο. Έτσι ψιθύρισε το χώμα που σας δέχτηκε. Το χώμα που ρούφηξε το άλικο μενεξελί σας άγουρο αίμα.
- Μενεξέδες! ψιθύρισε. Εφήμερη ομορφιά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου