Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ελένη

Η καθαρότητα τ’ ουρανού αντιφεγγίζει το πρόσωπό σου, Ελένη.
Σιωπηλοί περιμένουμε το μεγάλο κύμα. Ήρθε· μας ρούφηξε με αδηφάγα ορμή· εγώ προσπάθησα να σε κρατήσω· σύρθηκες και τρίφτηκαν τα πετράδια του γιαλού στ’ απαλό σου δέρμα· δε μπόρεσες ν’ αντέξεις· στα χλωμά λιβάδια των ερώτων μας μου έμεινε μια τούφα*
μια τούφα από τα φιδίσια σου μαλλιά
που την κρατώ με προσμονή
με νοσταλγία
σ’ ένα συρτάρι
κάθε που προβάλλει\μου αναστατώνεται το σύμπαν.

Κάθε βράχο που συναντώ, κάθε καινούργια πατρίδα, ρωτώ για σένα.
Για σένα Ελένη
που δεν άντεξες
κλεισμένη σ’ ένα μοναδικό παλάτι, μ’ ένα μοναδικό βασιλιά για εραστή.

Ήθελες να σ’ αρπάξουν
ήθελες
ήθελες ν’ απογειωθείς προς τις ουράνιες σφαίρες,
προβάλλοντας τα πολλαπλά σου είδωλα.
Το είχα καταλάβει από τον τρόπο
που πετούσες την μπάλα
μικρή σαν ήσουν·
κι’ έκανες δήθεν πως θα τη ρίξεις αλλού μα την έριχνες προς τις πηγές·
εκεί, στη σκιερή σιγαλιά των σπηλαίων δεν άφηνα ούτε σταγόνα να πέσει κάτω στη γη
υγρά μονοπάτια των δακρύων που χάραξαν με όνειρα τους τοίχους, τις πέτρες, τα βρύα
μετά λουζόσουν λύνοντας την κορδέλλα απ’ τα μαλλιά
εγώ έπεφτα παραληρώντας γι’ αυτή τη στυγνή αποκάλυψη που μου θάμπωνε τα μάτια.

Χρόνια κλωθογυρίζω μέσα στις στάχτες σου Ελένη.
Στάχτες που σκόρπισαν τα πετεινά τ’ ουρανού, τα όρνεα με μυτερά τα ράμφη,
μη καταφέρνοντας να διασώσουν ούτε ένα από τα είδωλά σου.

Ήσουν η αρπαγμένη και η άρπαγας ταυτόχρονα.
‘Ηπιες τόσο αίμα
τόσο δάκρυ
τόσος ποταμός,
δε σού’φτασε να κλείσεις
την αυθύπαρκτη πληγή της θεϊκής σποράς;

Γυρίζω πάλι στα ίδια λιμάνια
ρωτώ σε σταθμούς
τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες
που νά’σαι
αν θυμάσαι
ένα βλέμμα ερωτικό
ένα χνούδι
που αμυδρά
άγγιξες με την ελαφριά σου
πατούσα
αν θυμάσαι πόσους
περιγέλασες
πόσους
εξαπάτησες
πόσους καγχασμούς εξανέμισες
προς τους πόθους όλων μας,
όλων όσων σ’ αρπάζουμε
νομίζοντας
πως θα σε υποτάξουμε.

Γελαστήκαμε όλοι, Ελένη.
Κάθε φορά, για κάθε προσπάθεια
στη θέση σου παρουσιαζόταν
το αντίγραφο, η εικόνα, η ψεύτικη μνεία των χαδιών σου, μια Ελένη ολόιδια,
μα όχι Εσύ.

Κάθε νύχτα, μόλις προβάλλει
το σκοτάδι που κρύβει και απαλύνει τις πληγές
Σαν το λιοντάρι που βρυχάται από μακριά
σε ψάχνω με το βλέμμα.

Σ’ αναζητώ Ελένη
στα λουλούδια που μάζευες σκυφτή
για μένα τάχα
και εγώ σου γράπωνα τον κατάλευκο λαιμό και τον γέμιζα γρατζουνιές με ό,τι έβρισκα· βάτα, αγκάθια, κάκτους, μικρές πέτρες.
Εσύ καταματωμένη σερνόσουν λυσσασμένα να μου ανταποδώσεις το αίμα, να μου ξεπληρώσεις τη γνώση
των κοινών μας μυστικών.

Είκοσι χρόνια τώρα
σε ρωτώ Ελένη
που να πήγες
που να χάθηκες
στην ερημιά.


* une meche de cheveux

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου